- ἱμάς,-άντος
- + ὁ N 3 0-0-2-1-2=5 Is 5,18.27; Jb 39,10; 4 Mc 9,11; Sir 33,27thong Is 5,18; halter, rein Sir 33,27; ἱμάντες thongs Jb 39,10; shoe-latches, shoe-straps Is 5,27
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek
ιμαντίσκος — ἱμαντίσκος, ὁ (Α) μικρός ιμάς, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ να ΐσκος, ορμ ίσκος)] … Dictionary of Greek
amante — I (Del lat. amans, antis, que ama.) ► adjetivo/ sustantivo masculino femenino 1 Que ama: ■ es un amante de su familia, va con ellos a todas partes. REG. PREPOSICIONAL + de SINÓNIMO enamorado 2 Que es muy aficionado: ■ era un gran amante de la… … Enciclopedia Universal
ιμάντινος — ἱμάντινος, ίνη, ον (Α) αυτός που αποτελείται από ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ιμάω — ἱμάω (Α) 1. (κυρίως για νερό πηγαδιού) αντλώ, ανασύρω 2. θηλάζω, απομυζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek
ιμαίος — ἱμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση τού νερού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῑον (ενν. μέλος) εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος και προέρχεται πιθ. από *ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)] … Dictionary of Greek
ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] … Dictionary of Greek
ιμαντάριον — ἱμαντάριον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, ωάριον)] … Dictionary of Greek
ιμαντίδιον — ἱμαντίδιον, τὸ (Α) μικρός ιμάντας, λουράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γον ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ιμαντελιγμός — ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ) είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ἑλιγμός αξίζει να σημειωθεί η απουσία τής δασύτητας τού ἑλιγμός στο σύνθ.] … Dictionary of Greek
ιμαντελικτής — ἱμαντελικτής, ὁ (Α) 1. αυτός που στρέφει, που γυρίζει σχοινιά 2. (για τους σοφιστές) αυτός που παρουσιάζει προβλήματα με δύσκολη λύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ελικτής (< ἑλίσσω)] … Dictionary of Greek